- δεδιότες
- δείδωperf part act masc nom/voc plδείδωperf part act masc nom pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
περιπηδώ — άω, Α πηδώ εδώ κι εκεί ή πηδώ πάνω σε κάτι («δεδιότες μὴ σφίσι κεχηνόσι πάττητε τὴν ψάμμον ἐς τὸ στόμα ἢ περιπηδήσαντες», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
προδιαφθείρω — Α 1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.) 2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.) 3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν … Dictionary of Greek
πρόρρηση — η / πρόρρησις, ήσεως, ΝΑ [προλέγω] η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία αρχ. 1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.) 2. προκήρυξη 3. (ρητ.) προεισαγωγικός… … Dictionary of Greek
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek